μύρμηκ'

μύρμηκ'
μύρμηκα , μύρμηξ
ant
masc acc sg
μύρμηκι , μύρμηξ
ant
masc dat sg
μύρμηκε , μύρμηξ
ant
masc nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Μύρμηκ' — Μύρμηκα , Μύρμηξ ant masc acc sg Μύρμηκι , Μύρμηξ ant masc dat sg Μύρμηκε , Μύρμηξ ant masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθιώ — (Α λιθιῶ και λιθῶ, άω) πάσχω από λιθίαση αρχ. πάσχω από αρθρίτιδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος + επίθημα ιάω, ιώ, δηλωτικό ασθένειας (πρβλ. κορυζ ιώ, μυρμηκ ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • μυΐτις — μυΐτις, ἡ (Α) θλάσπις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + επίθημα ῖτις (πρβλ. μυρμηκ ίτις, πεταλ ίτις), βλ. και λ. μυιόπτερον] …   Dictionary of Greek

  • ναρκιώ — ναρκιῶ, άω (ΑΜ) είμαι νωθρός, γίνομαι δυσκίνητος, οκνηρός, αδρανής, ναρκώνομαι αρχ. είμαι μουδιασμένος, μουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + κατάλ. ιῶ / ιάω, δηλωτική ασθενειών (πρβλ. μυρμηκ ιώ)] …   Dictionary of Greek

  • νευρώεις — νευρώεις, εσσα, εν (Α) νευρώδης, δυνατός («νευρῶεν δυνάμενον, ἐνισχῡον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + κατάλ. ώεις (πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις)] …   Dictionary of Greek

  • ρευματιώ — άω, Ν πάσχω από ρευματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρεύμα, ατος + κατάλ. ιώ (πρβλ. μυρμηκ ιώ). Το ρ. μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • φρικώεις — εσσα, εν, Α φρικώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + κατάλ. ώεις (< όεις* με έκταση τού ο σε ω ), πρβλ. μυρμηκ ώεις, πετρ ώεις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”